θαλάσσια φυτά

θαλάσσια φυτά
Βλ. λ. θαλάσσιο περιβάλλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φανερόγαμα — Ομάδα που περιλαμβάνει τα πιο εξελιγμένα φυτά, τα λεγόμενα «ανώτερα φυτά». Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο, σε αντιδιαστολή με τον όρο κρυπτόγαμα, που χαρακτηρίζει μια δεύτερη μεγάλη ομάδα φυτών· στις δύο αυτές ομάδες… …   Dictionary of Greek

  • αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

  • καρέτα καρέτα — (caretta caretta).Είδος θαλάσσιας χελώνας που ανήκει στην οικογένεια chelonidae όπως και το είδος Chelonia mydas. Τα δύο αυτά είδη μαζί με το είδος Dermochelys coriacea της οικογένειας dermochelyidae απαντώνται και στη Μεσόγειο θάλασσα. Η κ.κ.… …   Dictionary of Greek

  • ρυτίνη — (rhytina). Γένος σειρηνοειδών θηλαστικών, που ανήκουν στην οικογένεια ρυτινίδες. Τα ζώα αυτά έχουν εκλείψει. Ήταν μεγαλόσωμα, με μήκος 7 10 μ. και βάρος 3 4 τόνους. Έμοιαζαν με τις φώκιες. Οι ρ. δεν είχαν δόντια αλλά κεράτινες πλάκες και ζούσαν… …   Dictionary of Greek

  • αγγειό — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

  • απλυσιά — (aplysia). Γένος μαλακίων της οικογένειας των απλυσιιδών. Ζουν σε όλες τις θάλασσες του κόσμου και βρίσκονται σε αμμώδεις ή λασπώδεις περιοχές σε βάθος έως 20 μ. Έχουν μορφή κοχλία και φτάνουν σε μήκος τα 30 εκ. και σε πλάτος τα 10 εκ. Το σώμα… …   Dictionary of Greek

  • παράγειος — ον, Α (για ψάρια ή θαλάσσια φυτά) αυτός που ζει στα ρηχά νερά και κοντά στην παραλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γειος (< γη*), πρβλ. υπό γειος] …   Dictionary of Greek

  • φωσφορισμός — Φωσφορίζουσες ονομάζονται οι ουσίες που όταν εκτεθούν σε μια ακτινοβολία, εκπέμπουν φως για ένα, μεγαλύτερο ή μικρότερο, χρονικό διάστημα. Ο φ. ερμηνεύεται όπως και ο φθορισμός. Η προσπίπτουσα ακτινοβολία προκαλεί στα άτομα και στα μόρια της… …   Dictionary of Greek

  • ακταιονίδες — (actaeonidae). Επιστημονική ονομασία οικογένειας μαλακίων της τάξης των πλευρόκοιλων. Ανήκουν στην υφομοταξία των οπισθοβραγχίων. Ζουν στη θάλασσα και τρέφονται με φύκια και άλλα θαλάσσια φυτά. Είναι ερμαφρόδιτα ωοτόκα ζώα και τα αβγά τους… …   Dictionary of Greek

  • αντέδων — (antedon). Γένος αρθρωτών εχινοδέρμων της οικογένειας των αντεδονιδών. Είναι κρινοειδές και ζει σε μεσαία βάθη σε όλες τις θάλασσες του πλανήτη μας. Δημιουργεί ωάρια και σπερματοζωάρια τα οποία γονιμοποιούνται μέσα στο θαλασσινό νερό. Από τα αβγά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”